- ἄρρενα
- ἄρσηνNTneut nom/voc/acc pl (attic)ἄρσηνNTmasc/fem acc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τἄρρεν' — ἄρρενα , ἄρσην NT neut nom/voc/acc pl (attic) ἄρρενα , ἄρσην NT masc/fem acc sg (attic) ἄρρενι , ἄρσην NT dat sg (attic) ἄρρενε , ἄρσην NT nom/voc/acc dual (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄρρενα — ἄρρενα , ἄρσην NT neut nom/voc/acc pl (attic) ἄρρενα , ἄρσην NT masc/fem acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρρεν' — ἄρρενα , ἄρσην NT neut nom/voc/acc pl (attic) ἄρρενα , ἄρσην NT masc/fem acc sg (attic) ἄρρενι , ἄρσην NT dat sg (attic) ἄρρενε , ἄρσην NT nom/voc/acc dual (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
βαλλισνερία — Πολυετής πόα της οικογένειας των υδροχαριτιδών. Η πλήρης επιστημονική ονομασία της είναι β. η σπειροειδής. Φυτό υδρόβιο, υποβρύχιο, με κοντούς βλαστούς και φύλλα παράριζα, επιμήκη, λεπτά, σχεδόν ταινιοειδή και διαφανή. Τα άνθη του είναι δίοικα,… … Dictionary of Greek
συκία — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek
συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek
γυμνόσπερμα — (gymnosperma).Η μία από τις δύο υποδιαιρέσεις των ανθοφύτων ή σπερματοφύτων, που περιλαμβάνει όλα τα φυτά των οποίων τα ωοκύτταρα δεν περιβάλλονται από τελείως κλειστή ωοθήκη, είναι δηλαδή γυμνά. Τα σποριάγγεια ή αναπαραγωγά σώματα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek